-
1 συν-ήγορος
συν-ήγορος, mitsprechend, übereinstimmend; μαντεῖα καινὰ τοῖς πάλαι ξυνήγορα, Soph. Trach. 1155. Bes. der zu Jemandes Vertheidigung vor Gericht das Wort führt, Anwalt in einem Rechtshandel, συνήγορόν μ' ἔχεις, Aesch. Ag. 805; Ar. Ach. 670 Equ. 1355 u. öfter, u. in Prosa, wie Dem. 24, 36; Luc. Tox. 26 u. öfter, u. Plut. – Nach Arist. pol. 6, 8 in einigen Staaten = εὔϑυνοι.
См. также в других словарях:
συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… … Dictionary of Greek